- κατασικελίζω
- κατασικελίζω (Α)φρ. «κατασικελίζω τυρόν» — τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεσικέλιζε — κατασικελίζω peculations imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσικέλιζεν — κατασικελίζω peculations imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)